τσιγαρίζω — τσιγαρίζω, τσιγάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσιγαρίζω — τσιγάρισα, τσιγαρίστηκα, τσιγαρισμένος 1. καβουρντίζω. 2. μτφ., βασανίζω, ταλαιπωρώ: Θα σε τσιγαρίσω, αν πέσεις στα χέρια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιγάρισμα — το, Ν [τσιγαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιγαρίζω … Dictionary of Greek
καβουρντίζω — και καβουρδίζω 1. ξηραίνω κάτι με τη φωτιά, ξεροψήνω, φρύγω («καβουρντίζω σιμιγδάλι») 2. τσιγαρίζω («καβουρντίζω κρεμύδια») 3. συνεκδ. υπερθερμαίνω, ψήνω, κατακαίω 4. μτφ. καταταλαιπωρώ, βασανίζω συνεχώς με τον τρόπο μου ή την επιμονή μου.… … Dictionary of Greek
κοκκινίζω — (AM κοκκινίζω) [κόκκινος] παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό») νεοελλ. (στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω νεοελλ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
κοκκινιστός — ή, ό 1. (ιδίως για κρέας) αυτός που παρασκευάστηκε με κοκκίνισμα, καβουρδιστός, τσιγαριστός 2. ο μαγειρεμένος με ντομάτα («κοκκινιστό πιλάφι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκινίζω, με τη σημ. «τσιγαρίζω»] … Dictionary of Greek
σοτάρω — Ν καβουρντίζω, τηγανίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sauter «τσιγαρίζω» με αρχική σημ. «πηδώ» (< λατ. salto «χορεύω») + κατάλ. άρω (πρβλ. γουστ άρω)] … Dictionary of Greek
σοτέ — το, Ν φαγητό από κρέας ή λαχανικά καβουρντισμένο σε καυτό βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saute, μτχ. παρακμ. τού sauter «τσιγαρίζω» (βλ. σοτάρω)] … Dictionary of Greek
τζυγαρίζω — Ν βλ. τσιγαρίζω … Dictionary of Greek
τσιγαριστός — ή, ό, Ν [τσιγαρίζω] αυτός που έχει τσιγαριστεί, τηγανιστός, καβουρντιστός, κοκκινιστός … Dictionary of Greek