τσιγαρίζω

τσιγαρίζω
τζυγαρίζω ΝΜ
1. τηγανίζω, καβουρντίζω, κοκκινίζω στο τηγάνι («πρέπει πρώτα να τσιγαρίσεις το κρεμμύδι και ύστερα να προσθέσεις το κρέας»)
2. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ
3. φρ. «τσιγαριζόμαστε με το ζουμί μας» — ζούμε φτωχικά, με πολλές στερήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ηχομιμητική λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσιγαρίζω — τσιγαρίζω, τσιγάρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσιγαρίζω — τσιγάρισα, τσιγαρίστηκα, τσιγαρισμένος 1. καβουρντίζω. 2. μτφ., βασανίζω, ταλαιπωρώ: Θα σε τσιγαρίσω, αν πέσεις στα χέρια μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιγάρισμα — το, Ν [τσιγαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιγαρίζω …   Dictionary of Greek

  • καβουρντίζω — και καβουρδίζω 1. ξηραίνω κάτι με τη φωτιά, ξεροψήνω, φρύγω («καβουρντίζω σιμιγδάλι») 2. τσιγαρίζω («καβουρντίζω κρεμύδια») 3. συνεκδ. υπερθερμαίνω, ψήνω, κατακαίω 4. μτφ. καταταλαιπωρώ, βασανίζω συνεχώς με τον τρόπο μου ή την επιμονή μου.… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινίζω — (AM κοκκινίζω) [κόκκινος] παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό») νεοελλ. (στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω νεοελλ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινιστός — ή, ό 1. (ιδίως για κρέας) αυτός που παρασκευάστηκε με κοκκίνισμα, καβουρδιστός, τσιγαριστός 2. ο μαγειρεμένος με ντομάτα («κοκκινιστό πιλάφι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκινίζω, με τη σημ. «τσιγαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • σοτάρω — Ν καβουρντίζω, τηγανίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sauter «τσιγαρίζω» με αρχική σημ. «πηδώ» (< λατ. salto «χορεύω») + κατάλ. άρω (πρβλ. γουστ άρω)] …   Dictionary of Greek

  • σοτέ — το, Ν φαγητό από κρέας ή λαχανικά καβουρντισμένο σε καυτό βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saute, μτχ. παρακμ. τού sauter «τσιγαρίζω» (βλ. σοτάρω)] …   Dictionary of Greek

  • τζυγαρίζω — Ν βλ. τσιγαρίζω …   Dictionary of Greek

  • τσιγαριστός — ή, ό, Ν [τσιγαρίζω] αυτός που έχει τσιγαριστεί, τηγανιστός, καβουρντιστός, κοκκινιστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”